σμυγερός

σμυγερός
σμυγερός
Grammatical information: adj.
Meaning: `painful, toilsome, miserable or the like.' (A. R.; also S. Ph. 166 for στυγερός?).
Derivatives: ἐπι-σμύγερος, adv. -ῶς `id.' (Od., Hes. Sc. 264, A. R.).
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive contamination(?), perh. from μογερός and στυγερός; ἐπι- after ἐπί-πονος a. o. Attempt of a morphological explanation by Strömberg Prefix Studies 90. - Furnée 363 compares μόγος and σμογερόν σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν (Η.) while comparing σμυγερόν ἐπίπονον, οἰκτρόν, μοχθηρόν, πονηρόν, ἐπίβουλον, ἀνιαρόν, χαλεπόν (Η.). This would show that the word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,751

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμυγερός — ή, όν, Α (ποιητ. τ. τού μογερός) αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. μογερός και στυγερός. Παρλλ. προς τον τ. σμυγερός… …   Dictionary of Greek

  • σμυγερώτερον — σμυγερός with pain adverbial comp σμυγερός with pain masc acc comp sg σμυγερός with pain neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερόν — σμυγερός with pain masc acc sg σμυγερός with pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγεροῖο — σμυγερός with pain masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερή — σμυγερός with pain fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερῶς — σμυγερός with pain adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυγερώτατοι — σμυγερός with pain masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισμυγερός — ἐπισμυγερός, ά, όν (Α) οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ. β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»] …   Dictionary of Greek

  • σμογερόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός] …   Dictionary of Greek

  • σμυγεράν — σμυγερά̱ν , σμυγερός with pain fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”